Η βυζαντινή τέχνη, κατεξοχήν θρησκευτική, δεν εκφράζει μόνον τις καλλιτεχνικές τάσεις της περιόδου και ευρύτερα τη θρησκευτική πίστη. Αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές δομές μίας μακράς χρονικής περιόδου, καθώς η ιστορική συγκυρία, οι ιδεολογικές στοχεύσεις των ηγεμόνων και τα οικονομικά και εκπαιδευτικά δεδομένα επηρέαζαν καθοριστικά τον τρόπο έκφρασης της καλλιτεχνικής δημιουργίας και την αντίστοιχη τεχνοτροπία.
Τα βυζαντινά μνημεία της Ηπείρου αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη αυτής της ιστορικής πορείας της περιοχής καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο. Τα μοναστήρια, οι ναοί, τα κάστρα, τα οποία χτίστηκαν στους Βυζαντινούς χρόνους, σε μία απομακρυσμένη από την Κωνσταντινούπολη επαρχία, καθιερώνουν την Ήπειρο ως ένα από τα πιο δυναμικά τμήματα του βυζαντινού κόσμου. Τα βυζαντινά μνημεία, σήμερα, είτε έχουν διασωθεί, είτε είναι ερειπωμένα, αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της Ηπείρου και της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς της χώρας μας. Χωρίς αμφιβολία είναι θεματοφύλακες της ιστορικής μνήμης και περιλαμβάνονται ανάμεσα στα εξαιρετικά δείγματα της βυζαντινής τέχνης, η οποία στοχεύει όχι τόσο στο κάλλος και την αρμονία, αλλά στην εσωτερικότητα, τον συμβολισμό και την υποβολή της θρησκευτικής συγκίνησης. Από την υστεροβυζαντινή περίοδο, με την ισχυρή παρουσία του Δεσποτάτου της Ηπείρου, έως τη μεταβυζαντινή εποχή, η έρευνα έχει να επιδείξει στην περιφέρεια των Ιωαννίνων γνωστά μνημεία και έργα τέχνης διαχρονικής αξίας.
Η περιδιάβαση στους ακόλουθους πέντε σταθμούς, με μνημεία της όψιμης υστεροβυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου, από τον 15ο έως και τον 18ο αιώνα, φιλοδοξεί να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της τέχνης, κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών, και να γνωστοποιήσει ευρύτερα την έντονη παρουσία και δραστηριότητα της Ηπείρου και των κατοίκων της.
Η Ι.Μ. Αγίας Παρασκευής στο Μονοδέντρι, κτισμένη το 1414 και με μέρος των τοιχογραφιών της φιλοτεχνημένες από εκείνη την εποχή, οι οποίες δεν αποτελούν μόνο ένα από τα ύστατα ζωγραφικά έργα του δεσποτάτου της Ηπείρου, αλλά προσφέρουν, επίσης, έμμεση και πολύτιμη μαρτυρία για τη ζωγραφική των χρόνων αυτών στην ίδια την πόλη των Ιωαννίνων, πρωτεύουσα τότε του Δεσποτάτου της Ηπείρου, αφού εκεί δεν σώθηκε καμία από τις πολλές εκκλησίες και τα μοναστήρια, που μαρτυρούνται από τις γραπτές πηγές.
Τα τοιχογραφικά σύνολα των Μονών Φιλανθρωπηνών και Ντίλιου στο Νησί των Ιωαννίνων συγκαταλέγονται ανάμεσα στα αριστουργήματα της μεταβυζαντινής ζωγραφικής και είναι τα ωραιότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα τέχνης του 16ου αι. στην περιοχή. Το επιβλητικό τοιχογραφικό σύνολο της Μονής Φιλανθρωπηνών αποτελεί μνημείο «σταθμό» και σημείο αναφοράς για πλήθος μεταγενέστερων μνημείων, ενώ οι τοιχογραφίες στη Μονή Ντίλιου, έργα ώριμης ζωγραφικής παιδείας και τεχνικής, αποτυπώνουν τον καλλιτεχνικό και πνευματικό χαρακτήρα της Σχολής ζωγραφικής της ΒΔ Ελλάδας, στην οποία εντάσσονται μαζί με τη Μονή Φιλανθρωπηνών.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στην Κάτω Λαψίστα σώζει τμηματικά τις τοιχογραφίες της πρώτης φάσης, που χρονολογούνται το 1508 και οι οποίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές, αφού φιλοτεχνήθηκαν πριν από την εμφάνιση των μεγάλων σχολών του 16ου αι., δηλαδή της Κρητικής Σχολής και της Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας και αποτελούν τον συνδετικό κρίκο της τοπικής παράδοσης της Ηπείρου με την παλαιολόγεια τέχνη των τελευταίων αιώνων στη Μακεδονία, αλλά και με αυτή του 15ου αι., όπως εκφράζεται από το εργαστήριο της Καστοριάς και τον Ξένο Διγενή. Στον ναό σώζονται και οι τοιχογραφίες των άλλων δύο μεταγενέστερων φάσεων, της δεύτερης φάσης στα τέλη του 17ου αι. και στις αρχές του 18ου και της τρίτης στα 1796, πιστοποιώντας την πολύχρονη και διαρκή παρουσία του μνημείου.
Τέλος, ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στη Βίτσα Ζαγορίου, που αρχικά αποτελούσε καθολικό μονής, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής του 18ου αι. και ενός θρησκευτικού κτίσματος ενταγμένου στο δομημένο περιβάλλον του οικισμού, ενώ το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού είναι μοναδικό στον ηπειρωτικό χώρο και ανήκει στην κατηγορία των πρόστυπων (χαμηλού ανάγλυφου) ηπειρώτικων τέμπλων του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αι.