Ναός Αγίου Νικολάου, Μοσχόπολη

Αλβανία

Προτεινόμενοι Προορισμοί:

ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Μοσχόπολη αποτελεί σημαντικό ιστορικό, πολιτιστικό και τουριστικό κέντρο. Διακρίνεται για τα αρχιτεκτονικά μνημεία της, το γραφικό τοπίο και το εξαιρετικό κλίμα. Βρίσκεται σε μια υψηλή πλαγιά, περίπου 1200 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται ανάμεσα στα βουνά της Οπάρεως και της Οστροβίτσας. Από την ανατολική πλευρά, τα υψώματα κατεβαίνουν ομαλά και σχηματίζουν μια κοιλάδα, η οποία αποτελεί και τη μοναδική φυσική είσοδο προς τη Μοσχόπολη. Το μέρος είναι πλουσιότατο σε δάση, βοσκοτόπους και υδροπηγές.
Γνωστή από τον 14ο αιώνα, η Μοσχόπολη γνώρισε στην αρχή του 18ο αιώνα εκπληκτική οικονομική και πνευματική άνθηση. Μεγάλη φήμη απέκτησαν η «Νέα Ακαδημία» (1744), η Βιβλιοθήκη και το Τυπογραφείο της, το πρώτο των Βαλκανίων. Το εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα συνέβαλε στη διάδοση της παιδείας και στη διαμόρφωση ζωηρής πνευματικής κίνησης. Την πόλη κοσμούσαν περίπου είκοσι δύο ναοί, οι οποίοι διακρίνονταν για τα επιβλητικά επίχρυσα ξυλόγλυπτα τέμπλα τους, τους ξυλόγλυπτους άμβωνες και τους δεσποτικούς θρόνους, τα περίτεχνα διαμερίσματα των ψαλτών, αλλά και τις πολυσύνθετες τοιχογραφίες τους, στοιχεία που τους προσέδιδαν αδιαμφισβήτητη μεγαλοπρέπεια και παράλληλα αντανακλούσαν τον πλούτο και τη δύναμη της πόλης.
Μέχρι το 1670, η Μοσχόπολη υπαγόταν απευθείας στην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, ενώ ακολούθως εντάχτηκε στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Κορυτσάς. Στις αρχές του 18ου αιώνα, η πόλη είχε δεκατέσσερις συνοικίες, που κάλυπταν έκταση 1800 στρεμμάτων. Το επίκεντρο των συνοικιών αποτελούσαν τα συγκροτήματα των θρησκευτικών ιδρυμάτων.
Παρά την άνθησή της, η κοινωνία της Μοσχόπολης δεν μπόρεσε να αντιδράσει στις απανωτές καταστροφές του 1769, 1772 και 1780 και δεν μπόρεσε, ακολούθως, να φτάσει στο επίπεδο ανάπτυξης, που είχε πριν από αυτές. Εκατοντάδες οικογένειες Μοσχοπολιτών αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Κορυτσά, στα Ιωάννινα, στο Δελβινάκι, στα Αμπελάκια, στο Μοναστήρι, στην Αχρίδα, στη Βουδαπέστη, στη Βιέννη, στην Κλεισούρα και σε άλλα αστικά κέντρα.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου αποτελεί έναν από τους λαμπρότερους ναούς της πόλης. Ο ναός ανεγέρθηκε το έτος 1721 στη συνοικία Ρούε. Αρχιτεκτονικά πρόκειται για μία τρίκλιτη βασιλική, με εσωτερικές διαστάσεις 19,7 x 11 μ. Αποτελείται από τον κυρίως ναό, τον νάρθηκα και το προστώο στη νότια πλευρά. Ο νάρθηκας, τραπεζοειδούς σχήματος, έχει στο κεντρικό μέρος μια σειρά κιόνων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους, όπως και με τους περιμετρικούς τοίχους, με ένα σύστημα τόξων, σχηματίζοντας ορθογώνια διαμερίσματα που στεγάζονται με ημικυλινδρικές καμάρες. Το προστώο, που αναπτύσσεται σε όλη τη νότια πλευρά του κυρίως ναού, είναι ανοικτό με μια τοξοστοιχία πάνω σε χαμηλούς πέτρινους κίονες, οι οποίοι στηρίζονται σε χαμηλό πεζούλι. Ο πύργος του κωδωνοστασίου υψώνεται νοτιοανατολικά πάνω από την είσοδο του προαύλιου χώρου του ναού. Στον χώρο αυτό πριν από το έτος 1916, έτος που ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά, υπήρχαν και άλλα κτίσματα, όπως το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου και κελιά που εξυπηρετούσαν πιθανότατα τις ανάγκες μοναστηριού που υπήρχε εκεί.
Η τοιχοδομία του ναού είναι επιμελημένη, κατασκευασμένη με λαξευμένες πέτρες που συνδέονται με ασβεστοκονίαμα, σχηματίζοντας πολύ λεπτούς αρμούς. Τα επίπεδα των στρώσεων της τοιχοποιίας τονίζονται στην ανατολική πλευρά, όπου βρίσκεται κόγχη με τυφλά αψιδώματα και απολήξεις με πλίνθινη διακοσμητική ταινία σχήματος ψαροκόκαλου. Σε αντίθεση με την τοιχοδομία του κυρίως ναού, η τοιχοδομία του προστώου έχει πλούσιο διάκοσμο που επιτυγχάνεται χάρη στον συνδυασμό πλίνθων και πωρόλιθων, καθώς και λόγω της χρήσης ποικίλων θεμάτων, γείσων και ταινιών.
Σύμφωνα με τις κτητορικές επιγραφές, ο ναός διακοσμήθηκε το έτος 1726 από τον ζωγράφο Δαβίδ Σεληνιτζιώτη, γνωστό από τα έργα του στο Άγιο Όρος, στην Καστοριά, τη Θεσσαλονίκη και αλλού, με βοηθούς τον Κωνσταντίνο και Χρήστο. Το προστώο αγιογραφήθηκε το έτος 1750 από τους αδελφούς Κωνσταντίνο και Αθανάσιο, που λόγω του επαγγέλματός τους, ο καθένας έλαβε την επωνυμία Ζωγράφος. Για περισσότερα από σαράντα χρόνια, οι αδελφοί Ζωγράφοι απέκτησαν μεγάλη φήμη, που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κατόρθωσαν να αναλάβουν αρκετές παραγγελίες για την εικονογράφηση κάποιων από των πιο σημαντικών μνημείων της εποχής τους.
Στη νότια είσοδο του ναού σώζεται η απεικόνιση του μοσχοπολίτη άρχοντα και κτήτορα Χατζηγεωργίου να προσφέρει τον ναό στον ένθρονο Άγιο Νικόλαο, με την επιγραφή ανάμεσά τους «Ἠγάπησα, Κύριε, τὴν εὐπρέπειαν τοῦ Οἴκου Σου καὶ μὴ συναπολέσῃς μετὰ τῶν ἁμαρτιῶν τὴν ψυχή μου». Η πρώτη φάση της εικονογράφησης του ναού πραγματοποιήθηκε, όταν αρχιεπίσκοπος Αχρίδας και Μητροπολίτης Κορυτσάς ήταν ο Ιωάσαφ, διαπρεπής και επιφανής ιεράρχης από την Κορυτσά και η δεύτερη ολοκληρώθηκε επί Μητροπολίτου Κορυτσάς Νικηφόρου.
Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγίου Νικολάου της Μοσχόπολης σώζεται μέχρι σήμερα στον ομώνυμο ναό του χωριού Βλάστη, στον Νομό Κοζάνης. Θρυλείται πως μεταφέρθηκε στην περιοχή, ύστερα από την καταστροφή της πόλης, το έτος 1769 από τον ιερέα Γεώργιο Σίνα.

GALLERY


ΧΑΡΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ

Click to listen highlighted text!