ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Βόδριστα είναι μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες, με έντονο το ελληνικό στοιχείο, στην Κοιλάδα της Δρόπολης, σε κοντινή απόσταση από την ιστορική έδρα της Επισκοπής Δρυϊνουπόλεως. Αρχαιολογικά ευρήματα δίνουν στοιχεία για την ύπαρξη ενός οργανωμένου οικισμού, σε αυτό το γεωγραφικό σημείο, ήδη από την ελληνιστική περίοδο. Στους ύστερους βυζαντινούς και νεότερους χρόνους, η σύνδεση των μικρών αυτών κοινοτήτων, με τα μεγάλα αστικά κέντρα, σε ανατολή και δύση, είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των συγκεκριμένων περιφερειακών κοινωνιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλοί μεταβυζαντινοί ναοί και μονές οικοδομήθηκαν σε όλη τη γύρω περιοχή και παρέμειναν μέχρι σήμερα, δίνοντας το στίγμα της αίγλης εκείνης της περιόδου.
Στο κέντρο του οικισμού της Βόδριστας, εντός μίας κατάφυτης περιφραγμένης έκτασης, βρίσκεται ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Στη βορειοδυτική γωνία του, ως συνέχεια του κτίσματος, υπάρχει προσαρτημένη στεγασμένη στοά, «χαγιάτι», με ανοιχτή τοξοστοιχία προς τα δυτικά. Παρατηρώντας κανείς προσεκτικά τον αύλειο χώρο, αντιλαμβάνεται πως προϋπήρχε ένα σύνολο κτισμάτων, εκτός από αυτά που είναι σήμερα ορατά. Ένα τέτοιο κτίσμα ήταν και το παρεκκλήσιο, αφιερωμένο στον Άγιο Αθανάσιο, το οποίο, δυστυχώς, έχει καταστραφεί ολοσχερώς. Λίγοι, αλλά επιβλητικοί οικογενειακοί τάφοι, παραμένουν ακόμη στη νοτιοδυτική πλευρά του περιφραγμένου εναπομείναντος συγκροτήματος, ως μαρτυρία της πρότερης λειτουργίας του χώρου.
Ο ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών θεμελιώθηκε, κατά τη χρονική περίοδο 1778-1780, και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ναών, που έκτισε ή ανακατασκεύασε ο Επίσκοπος Δωσίθεος. Από την παράδοση, γνωρίζουμε για τον ναό πως οικοδομήθηκε και αγιογραφήθηκε με δαπάνη και μέριμνα των κατοίκων της τοπικής κοινότητας. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με δίρριχτη στέγη που καλύπτεται με τις παραδοσιακές, για τον συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό τύπο, πλάκες σχιστόλιθου. Στη δυτική πλευρά του ναού, που βρίσκεται και η αρχική είσοδος του ναού, υπάρχει ενσωματωμένο καμπαναριό, που αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα με διπλά και μονά τοξωτά ανοίγματα, τυπικό παράδειγμα της ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής κωδωνοστασίων. Τέλος, έξω από τον τοίχο της μάνδρας του αύλειου χώρου στη δυτική πλευρά, σε μικρή απόσταση από τον ναό, υπάρχει ένα μικρό προσκυνητάρι σε ανάμνηση της επίσκεψης του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στη Βόδριστα, σε μία από τις περιοδείες του, με πιθανότερη αυτή του έτους 1777.
Εισερχόμενοι στον ναό, από τη στεγασμένη, βόρεια είσοδο, βλέπουμε το εσωτερικό να αναπτύσσεται σε τρία κλίτη, με διπλούς κίονες, που συνδέονται μεταξύ τους με ένα σύστημα τόξων, εκατέρωθεν του κεντρικού κλίτους. Στην οροφή, μικροί τρουλίσκοι και σφαιρικά τρίγωνα δημιουργούν ένα ενδιαφέρον πολύπλοκο σύστημα, κυρίως στο κεντρικό κλίτος, ενώ στη δυτική πλευρά και ως μεταγενέστερη προσθήκη βρίσκεται ο νάρθηκας, ο οποίος, όπως φαίνεται, λειτουργούσε και ως γυναικωνίτης με καφασωτά ανοίγματα που βλέπουν στα πλαϊνά κλίτη.
Η πολύχρονη εγκατάλειψη και η μετακίνηση του εδάφους έχουν προκαλέσει έντονες φθορές στη θεμελίωση, την τοιχοδομή και τον τοιχογραφικό διάκοσμο του ναού. Οι σωζόμενες επιγραφές, στο εσωτερικό, δυστυχώς, λόγω της κακής κατάστασης που βρίσκονται, δεν μπορούν να μας δώσουν πληροφορίες για τους κτήτορες, δωρητές ή τους αγιογράφους του ναού. Η εσωτερική, ωστόσο, επιφάνεια του κυρίως ναού σώζει ένα μεγάλο μέρος του αρχικού εικονογραφικού προγράμματος. Ψηλά συναντούμε παραστάσεις και πρόσωπα από την Καινή και την Παλαιά Διαθήκη, ενώ στις κατώτερες ζώνες παρατάσσονται άγιοι, πρώτα σε προτομές εντός μεταλλίων και έπειτα χαμηλότερα ολόσωμοι. Στα ανατολικά, στους τοίχους του ιερού, συναντούμε ίσως τα πιο καλοδιατηρημένα δείγματα του εικονογραφικού διακόσμου. Συγκεκριμένα, στα αριστερά του ιερού, στην Πρόθεση, βρίσκονται επιτοίχιες σημειώσεις, εν είδει διπτύχου, ζώντων και κεκοιμημένων κατοίκων της Βόδριστας, από την εποχή συγκρότησης του ναού ως κέντρου της ενορίας.
Παρά τις επανειλημμένες λεηλασίες, κατά τις οποίες αφαιρέθηκαν πολύτιμα τμήματα φορητών εικόνων και τμήματα του ξυλόγλυπτου διακόσμου του ναού, μέρος του εικονοστασίου σώζεται μέχρι σήμερα. Μεταγενέστερες προσθήκες βοηθούν για την αναπλήρωση των χαμένων στοιχείων.
Ο ναός λειτούργησε απρόσκοπτα από τη θεμελίωσή του έως και το έτος 1967, εξυπηρετώντας τις ανάγκες του κοιμητηρίου, που υπήρχε παραπλεύρως. Με την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος και σχεδόν για μία εικοσαετία μετατράπηκε σε αποθήκη. Στοιχεία για το γεγονός, ως γραπτά σχόλια του ιερέα εκείνης της εποχής, βρίσκουμε στο ευαγγέλιο του ναού. Από το 1990, που είχαμε την πολιτική αλλαγή, έγιναν, κατά τη δεκαετία του 2000-2010, με τη φροντίδα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, εκτεταμένες και μελετημένς εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης του ναού.