ΙΣΤΟΡΙΑ
Στην περιοχή της Χερσονήσου των Εξαμιλίων, απέναντι ακριβώς από το νησί της Κέρκυρας, βρίσκεται η μονή του Αγίου Γεωργίου Δέματος. Τοποθετημένη λίγο νοτιότερα της πόλης των Αγίων Σαράντα και στην επέκταση του συνοικισμού της Τσούκας προς τη θάλασσα του Ιονίου, αποτελούσε κάποτε το μοναδικό κτίσμα της περιοχής. Με την πάροδο, όμως, του χρόνου και την πολεοδομική ανάπτυξη, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η περιοχή άλλαξε σημαντικά μορφή και χαρακτήρα.
Το μοναστηριακό συγκρότημα βρίσκεται στην κορυφή λόφου. Αρχαιολογικά ευρήματα στο συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίου τείχους, πιθανά μέρος του αμυντικού συστήματος της αρχαίας πόλης του Βουθρωτού, που βρίσκεται σε σχετικά μικρή απόσταση και δεν αποκλείεται να προϋπήρχε πύργος και μικρό λιμανάκι ως απόληξη του τείχους στη θάλασσα, απ’ όπου και η τοπωνυμία Δέμα.
Αναφορές για τη μονή του Αγίου Γεωργίου συναντούμε σε ιστορικές πηγές, ήδη από τον 17ο αιώνα. Κάποιες από αυτές αφορούν στις γενναίες χορηγίες του μοναστηριού για την υλοποίηση κοινωφελών έργων, όπως η ανέγερση σχολείων. Επίσης, από γραπτές εντυπώσεις περιηγητών, βρίσκουμε στοιχεία για την κατάσταση και τη δραστηριότητα του μοναστηριού, κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας με την ενδοχώρα. Ιδιαίτερη θέση, ανάμεσα σε αυτές, η περιγραφή του Άγγλου αρχαιολόγου Νίκολας Χάμοντ, ο οποίος επισκέφτηκε τη μονή το έτος 1936, στο πλαίσια των μελετών του για τις αρχαιότητες της περιοχής.
Το μοναστηριακό συγκρότημα περικλείεται από ψηλό πέτρινο τοίχο, στην περίμετρο του οποίου υπάρχουν πολλά ανοίγματα που χρησίμευαν ως αμυντικά παρατηρητήρια. Εντός του αύλειου χώρου, εκτός από τον ναό, υπάρχουν και άλλα κτίρια, όπως το κτίριο του ηγουμενείου στη νοτιοανατολική γωνία. Πρόκειται για έναν διώροφο κτίριο, τα δύο επίπεδα του οποίου επικοινωνούν με εξωτερικό πέτρινο κλιμακοστάσιο στη δυτική πλευρά. Ακριβώς, απέναντι, στη νότιο-δυτική πλευρά του περιβόλου βρίσκεται ένα επίμηκες διώροφο κτίσμα, που σχηματίζει γωνία. Πρόκειται για κτίριο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της μοναστικής κοινότητας και στέγαζε την τράπεζα και τα κελιά των μοναχών, καθώς και κάποια δωμάτια για τη φιλοξενία προσκυνητών. Στην βορειοδυτική γωνία του καθολικού υπάρχει υπόγεια δεξαμενή αποθεμάτων ύδατος, στην οποία κατέληγε ένα πρωτότυπο σύστημα συγκέντρωσης των όμβριων υδάτων από τις στέγες του ναού. Υπάρχουν, επίσης, ορατά λείψανα θεμελίων άλλων κτισμάτων, εντός και εκτός της περίφραξης του μοναστηριού, με πιο ενδιαφέροντα αυτά στη νότια πλευρά του.
Αναμφισβήτητα, το κεντρικό κτίσμα, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια, είναι ο ναός ή αλλιώς το καθολικό της μονής, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο. Ο ναός αποτελείται από δύο διακριτά μέρη. Τον κυρίως ναό και την μεταγενέστερη προσθήκη ενός ευρύχωρου, αναπτυσσόμενου στη δυτική πλευρά του κτιρίου, νάρθηκα. Οι κάθετοι τοίχοι του ναού είναι δομημένοι αποκλειστικά με λίθους και η στέγη καλύπτεται από πλάκες σχιστόλιθου της περιοχής. Το ενσωματωμένο καμπαναριό στην κορυφή του δυτικού τοίχου του νάρθηκα, είναι κατασκευασμένο με ασβεστόλιθους της περιοχής, με την ίδια τεχνική, όπως και το υπόλοιπο κτίσμα και είναι και αυτό μία μεταγενέστερη προσθήκη.
Εισερχόμενοι στον ναό, συναντούμε πρώτα τον λιτό και ευρύχωρο νάρθηκα. Ένα, σχετικά, στενό, τοξωτό άνοιγμα στον ανατολικό τοίχο του μας οδηγεί στον χώρο του κυρίως ναού. Ο κυρίως ναός είναι ένας σχεδόν τετράγωνος χώρος με το ιερό στα ανατολικά να οριοθετείται από χτιστό εικονοστάσι, το οποίο επικοινωνεί με τον υπόλοιπο χώρο με τρία τοξωτά ανοίγματα. Σε μικρές εσοχές, στην πρόσοψή του, δυστυχώς, με εκτεταμένες φθορές, υπάρχει η σύνθεση μίας Μεγάλης Δέησης. Πρόκειται για σύνθεση με τους δώδεκα αποστόλους, χωρισμένους σε δύο ομάδες των έξι, εκατέρωθεν της κεντρικής εικόνας του Ιησού Χριστού.
Στο κέντρο τού κυρίως ναού ορθώνεται ο τρούλος, με μία πολύ ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική ιδιομορφία. Η κάτοψη του τυμπάνου του τρούλου εξωτερικά έχει τη μορφή ενός δεκάπλευρου κυρτού σχήματος, ενώ εσωτερικά αναπτύσσεται καθ’ ύψος σε τρία επίπεδα. Στεκόμενος ο επισκέπτης ακριβώς κάτω από το κέντρο της απόληξης του τρούλου, μέσα στον ναό, αντικρίζει, υψώνοντας το βλέμμα ψηλά, δύο επάλληλους ρόμβους που σχηματίζονται με τη βαθμιδωτή εναλλαγή σφαιρικών τριγώνων και μικρών κογχών. Οι ρόμβοι αυτοί έχουν κυρτές προς το εσωτερικό τους πλευρές και τελική κατάληξη την κοίλη επιφάνεια που παραδοσιακά τοποθετείται η απεικόνιση του Παντοκράτορα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται ενδιαφέρουσες επιφάνειες για τις συνοδές απεικονίσεις προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, αγγέλων, εξαπτέρυγων κ.λπ. Στο τελευταίο υψηλότερο επίπεδο, τέσσερα στενά, αντικριστά ανοίγματα βοηθούν στον αερισμό του εσωτερικού του ναού και επιτρέπουν την είσοδο των ακτίνων του ήλιου, το φως των οποίων δημιουργεί, νοητά, έναν σταυρό.
Ο τοιχογραφικός διάκοσμος, όπου σώζεται στο εσωτερικό του ναού, έχει υποστεί μεγάλη φθορά και παρά τις εργασίες συντήρησης τα πρόσωπα και οι συνθέσεις των σκηνών παραμένουν αρκετά δυσδιάκριτα.
Στα χρόνια του προηγούμενου πολιτικού καθεστώτος, η μονή είχε μετατραπεί σε βάση του αλβανικού στρατού, που είχε υπό την ευθύνη της τη φρούρηση της μεθοριακής θαλάσσιας ζώνης και την αντιαεροπορική άμυνα. Με τις εργασίες αποκατάστασης, που έγιναν από την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, κατά την περίοδο 2006-2010, το συγκρότημα επανήλθε στην πρότερη κατάστασή του και αποτελεί, σήμερα, σημαντικό προσκύνημα.