Καπεσοβίτες ζωγράφοι

Διαδρομή 2

  1. 1

    5974642a44f39813fd5f067775dcd934fd1ec69e.jpg
  2. 2

    0237b5d94d6e6e12b617f6fb1585f8929d7265ce.jpg
  3. 3

    78507ffaadeb9b48a3e2f90b4a487526dfcf0abd.jpg
  4. 4

    e7eb3f40f5ce9d3873db3b1c2113ebb6a1e11a4a.jpg
  5. 5

    1263a68ea36a6b27f30287a3044b71a7b8642429.jpg

Η περιοχή του Ζαγορίου ήδη από το 1431, κατά την οθωμανική κατάκτηση της περιοχής, είναι αυτοδιοίκητη και αυτόνομη και χαίρει ευνοϊκής μεταχείρισης, όταν δεκατέσσερα χωριά του κεντρικού τμήματος συνθηκολογούν με τους Οθωμανούς και σταδιακά μέχρι το 1460 προσχωρούν και τα υπόλοιπα. Από το δεύτερο μισό του 17ου αι., με τη σύσταση του «Βιλαετίου Ζαγορίου» και την ιδιότυπη αυτονομία απέναντι στην οθωμανική εξουσία, δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης για ολόκληρη την περιοχή, ενώ την ίδια περίοδο παρατηρείται μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Βλαχία και τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, που γίνεται μαζικότερο από το 1750 και εξής, εποχή κατά την οποία ακμάζει η εμπορική δραστηριότητα των Βαλκάνιων εμπόρων. Επίσης, το 1774, η συνένωση των Γιαννιωτών και των Ζαγορισίων σε μία κοινότητα συμβάλλει καθοριστικά στην οικονομική ευημερία της Ηπείρου. Μέσω του μεταναστατευτικού ρεύματος, η εμπορική διακίνηση αντισταθμίζει τις ανεπάρκειες της εγχώριας παραγωγής και ο συσσωρευμένος πλούτος από το εμπόριο δίνει τη δυνατότητα στην ηγετική τάξη να επιδοθεί, εκτός των άλλων αγαθοεργιών, στη γενέτειρα, και στην ανέγερση ή ριζική ανακαίνιση των κατάγραφων και πλούσιων σε κειμήλια ναών, με τη μεγαλοπρέπεια των οποίων προβάλλονταν κοινωνικά οι έμποροι-δωρητές. Η περιοχή αναδεικνύεται σε κέντρο άσκησης της θρησκευτικής ζωγραφικής και το επάγγελμα του αγιογράφου και ζωγράφου έχει ζήτηση, με αποτέλεσμα τα ονόματα των ζωγράφων στο δεύτερο μισό του 18ου αι. να πολλαπλασιάζονται.
Μέσα σε αυτό το κοινωνικοοικονομικό και πνευματικό πλαίσιο δραστηριοποιούνται οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι, καταγόμενοι από το Καπέσοβο του Ζαγορίου, οι οποίοι τον 18ο αι. αγιογραφούν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και στην Αλβανία 31 ναούς, ιστορούν φορητές εικόνες και χρυσώνουν τέμπλα. Πρόκειται για δώδεκα συνολικά ζωγράφους, οι οποίοι εμφανίζονται με γνωστά ζωγραφικά έργα από το 1728 έως το 1841. Σημαντική είναι η οικογενειακή παράδοση στην αγιογραφία, η οποία κληροδοτείται από τη μία γενιά στην άλλη, ενώ ο όγκος του έργου τους αποδεικνύει ότι πρόκειται για επαγγελματίες ζωγράφους, οι οποίοι δεν ασχολούνται περιοδικά, αλλά συστηματικά με την τέχνη τους και εργάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και όχι εποχιακά. Ωστόσο διαφέρουν από τις άλλες αστικές επαγγελματικές συντεχνίες του 18ου και 19ου αι., αφού δεν υπάρχει η αυστηρή οργάνωση, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, που χαρακτηρίζουν τις οργανωμένες ενώσεις. Οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι αποτελούν ένα σινάφι, που τους όρους άσκησης του επαγγέλματος και τα στάδια μαθητείας καθορίζει το άγραφο εθιμικό δίκαιο. Σημαντικές πληροφορίες για τον χρόνο και τη διάρκεια της εργασίας τους δίνονται από τις κτητορικές επιγραφές των ναών, στις οποίες αναφέρονται ως «Καπεσοβίτες» ή «εκ κώμης Καπεσόβου».

Το έργο τους χαρακτηρίζεται από το λιτό και συγκροτημένο εικονογραφικό πρόγραμμα, από την ηρεμία και τη μνημειακότητα, την πλούσια χρωματική κλίμακα και την αρμονία στα χρώματα και τους όγκους, με κυρίαρχο χρώμα στις συνθέσεις, αλλά και στις μεμονωμένες μορφές, το κόκκινο, εναλλασσόμενο με το σκούρο πράσινο, το κίτρινο, το μπλε και το γκριζόλευκο. Οι συνθέσεις οργανώνονται γύρω από έναν άξονα, με λιτότητα ως προς τον αριθμό των προσώπων, με εξαιρετικά, όμως, πλούσιο αρχιτεκτονικό τοπίο, ενώ το πλάσιμο των μορφών αποδεικνύει την ικανότητα των Καπεσοβιτών στη ζωγραφική. Οι μορφές σχεδιάζονται επιμελημένα, με σωστές αναλογίες και με ενδύματα με πλούσια πτυχολογία, ενώ οι ανθρώπινες φιγούρες, συχνά πλαστικά αποδοσμένες, απεικονίζονται σε στάση τριών τετάρτων και συχνά παρατηρείται το contra posto. Τα πορτραίτα των κτητόρων ακολουθούν τον φυσιογνωμικό τους τύπο και χαρακτηρίζονται από την έντονη προσωπογραφική και ψυχογραφική διάθεση.
Χαρακτηριστικά διακοσμητικά μοτίβα είναι, κυρίως, η σχηματοποιημένη άκανθα και το γαρύφαλλο, που αποτελούν μείγμα δυτικών και ανατολικών επιρροών και εντάσσονται στην ατμόσφαιρα του μπαρόκ της εποχής. Στην επιμελή απόδοση της επίπλωσης παρατηρούνται, επίσης, επιδράσεις από το δυτικό μπαρόκ. Είναι, επίσης, τυπικό στην τέχνη των Καπεσοβιτών ζωγράφων το επιπεδόγλυφο ταβάνι με την αυστηρή γεωμετρική συγκρότηση, ανατολίτικης προέλευσης, με επιρροές από μπαρόκ και ροκοκό, μοτίβα συνηθισμένα τον 18ο αι. στην κοσμική αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων.
Οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι αφομοιώνουν τις εκκοσμικευμένες εικαστικές πρακτικές της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης, σύμφωνες με τις τάσεις του δυτικού μπαρόκ, γνωστού από χαλκογραφίες και έντυπα με ξυλογραφίες και λιθογραφίες στη δυτική και νοτιοανατολική Ευρώπη. Η τάση αυτή είναι αποτέλεσμα των αλλαγών που επέφερε η εμπορική δραστηριότητα των Ηπειρωτών στις ευρωπαϊκές αγορές και στο έργο των Καπεσοβιτών επικρατεί η αισθητική της ιθύνουσας τάξης των εμπόρων, οι οποίοι υιοθετούν τους νεοτερισμούς των αντίστοιχων στρωμάτων της οθωμανικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας. Έχουν δεχτεί, επίσης, επιδράσεις από το έργο των λινοτοπιτών ζωγράφων του 17ου αι., καθώς και από το πλούσιο θεματολόγιο των μεγάλων μνημείων του 16ου αι. στη βορειοδυτική Ελλάδα, όπως της Μονής Φιλανθρωπηνών στο Νησί των Ιωαννίνων και του ναού της Μεταμόρφωσης στην Κληματιά, αλλά και από την κρητική τέχνη.
Καλύτεροι τεχνίτες είναι ο Αναστάσιος, με σημαντικότερο ζωγραφικό του σύνολο το διάκοσμο του καθολικού της μονής του Αγίου Ιωάννη του Ρογκοβού στο Τσεπέλοβο, σπουδαιότερος, όμως, ζωγράφος της εποχής είναι ο γιος του Ιωάννης, ο οποίος για περισσότερα από τριάντα χρόνια αγιογραφεί με την οικογένειά του, παρουσιάζοντας πλουσιότατο εικονογραφικό θεματολόγιο, με κυρίαρχη την μπαρόκ διακόσμηση στα μεταγενέστερα έργα του.
Για μια πιο ολοκληρωμένη, όμως, εικόνα του έργου των Καπεσοβιτών ζωγράφων αξίζει να γίνει αναφορά και στις άλλες σχεδόν σύγχρονες και πολυπληθείς ομάδες ζωγράφων στην περιοχή. Οι Σουδενιώτες αγιογράφοι, παρά την εικονογραφική συνάφεια σε πλήθος από τις παραστάσεις των έργων τους με αυτά των Καπεσοβιτών, ιστορούν μορφές στατικές, χωρίς όγκο και με εικονογραφία συντηρητική. Οι ζωγράφοι από τους Καλαρρύτες, παρουσιάζουν, επίσης, κοινά εικονογραφικά στοιχεία με τα έργα των Καπεσοβιτών, ενώ οι Κατσάνοι και οι Χιονιαδίτες ζωγράφοι, με μεγάλη παραγωγή έργων, αν και αναπτύσσουν τα πιο εκτενή εικονογραφικά προγράμματα, στερούνται του εκλεπτυσμένου ύφους, που παρατηρείται στα έργα των Καπεσοβιτών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, από τα πέντε εξεταζόμενα μνημεία, αντιπροσωπευτικά της τέχνης των Καπεσοβιτών ζωγράφων, τα τέσσερα ανήκουν στον αρχιτεκτονικό τύπο της βασιλικής, ιδιαίτερα δημοφιλής από τον 18ο αι. και εξής, λόγω της ανακαινιστικής ορμής της εποχής και της αντικατάστασης των μικρών και παλαιότερων εκκλησιών με μεγάλα και επιβλητικά κτήρια απλού τύπου, που ταιριάζουν στο δομημένο περιβάλλον, αλλά και της ανάγκης για ευρύχωρο εσωτερικό για τη συγκέντρωση όλων των μελών της κοινότητας.
Η τέχνη των Καπεσοβιτών ζωγράφων, ενταγμένη στη μεγάλη καλλιτεχνική παραγωγή του 18ου αι., βρίσκεται στο μεταίχμιο της αργής, αλλά σταθερής πορείας από τη μεταβυζαντινή τέχνη στη νεότερη. Η δυναμική παρουσία τους στη ζωγραφική της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Νότιας Αλβανίας υπήρξε καθοριστική για τη μετάβαση στην κοσμική λαϊκή ζωγραφική του 19ου αι.

Βιβλιογραφία:
Κοντοπανάγου Α., Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου Νεγάδων στην Ήπειρο (1795) και το έργο των
Καπεσοβιτών ζωγράφων Ιωάννου και Αναστασίου Αναγνώστη, Διδακτορική διατριβή,
Ιωάννινα 2010.
Κωνστάντιος Δ., Προσέγγιση στο έργο των ζωγράφων από το Καπέσοβο της Ηπείρου. Συμβολή στη
μελέτη της θρησκευτικής ζωγραφικής στην Ήπειρο τον 18ο αι. και το α΄ μισό του 19ου αι.,
τόμ. Α, Κείμενο, Αθήνα 1997.
Μανόπουλος Γρ., «Επανεξέταση των επιγραφών των καπεσοβιτών ζωγράφων», ΗΧ 37 (2003),
Ιωάννινα 2003, σσ. 299-316.
Παπαγεωργίου Γ., Οικονομικοί και Κοινωνικοί Μηχανισμοί στον ορεινό χώρο. Ζαγόρι (μέσα 18ου
αι.-αρχές 20ου αι.), Ιωάννινα 1995.
Χατζηδάκης Μ., Έλληνες Ζωγράφοι μετά την Άλωση (1450-1830), τόμ. 1, Κέντρο Νεοελληνικών
Ερευνών, Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1987.

Click to listen highlighted text!