ΙΣΤΟΡΙΑ
Η Κοσίνα είναι μία ιστορική κοινότητα κοντά στην Πρεμετή, στο άνω τμήμα της κοιλάδας του Αώου ποταμού, σε μικρή απόσταση από έναν από τους πιο σημαντικούς εθνικούς δρυμούς της χώρας, τον «Βredhi i Hotoves-Dangelli». Το χωριό απέχει περίπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα από τη μεθοριακή διάβαση της Μέρτζανης, στην απόληξη της πεδιάδας της Κόνιτσας και σε ίδια απόσταση από την Ιερά Μονή Παναγίας Μολυβδοσκέπαστης. Στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει επιβεβαιωμένη παρουσία οργανωμένων οικισμών από την αρχαιότητα ακόμη, όπως η Βύλλιδα, η Απολλωνία και η Αμαντία, αρχαίες πόλεις που συναντάμε στο κάτω τμήμα του ρου του Αώου Ποταμού, κατεβαίνοντας προς τις εκβολές του στην Αδριατική.
Στο νοτιοδυτικό άκρο του χωριού Κοσίνα, σε περίοπτη θέση, είναι τοποθετημένη η μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου σε περιφραγμένο, με χαμηλό πέτρινο τοίχο, λοφίσκο. Από τα κτίσματα του μοναστηριακού συγκροτήματος σώζεται, σήμερα, μόνο το καθολικό, το οποίο, με την εξαίρετη αρχιτεκτονική του, μας δίνει ένα μικρό δείγμα του σπουδαίου συνόλου που προϋπήρχε. Βάσει ιστορικών πηγών και προφορικών μαρτυριών, μας παραδίδεται πως η μονή διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην πνευματική και κοινωνική ζωή της ευρύτερης περιοχής. Συγκεκριμένα, Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, στη βορειοδυτική γωνιά του μοναστηριακού συγκροτήματος υπήρχε ελληνικό σχολείο, το οποίο λειτούργησε από τον 19ο αιώνα έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Ο ναός της Κοιμήσεως είναι κτίσμα του 12ου-13ου αι., κατάλοιπο ενός μοναστηριακού συγκροτήματος, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, δεν σώζεται πλέον. Πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο ναό, με πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία και κεραμοπλαστικό διάκοσμο, κόκκινη πολυεπίπεδη στέγη και οδοντωτές περίτεχνες διακοσμήσεις στα ανώτερα τμήματα της τοιχοδομής και του τυμπάνου του τρούλου. Από αρχιτεκτονικής άποψης παρουσιάζει συγγενικά στοιχεία με τον ναό της Γέννησης της Θεοτόκου της Άνω Επισκοπής, στην περιοχή της Δρόπολης, με πιο πλούσιο, όμως, εξωτερικό διάκοσμο.
Η πρόσβαση στον ναό γίνεται από θύρα στη δυτική πλευρά, ενώ δύο πλαϊνές θύρες υπάρχουν και στις πλευρές του εγκάρσιου κλίτους, βόρεια και νότια αντίστοιχα, οι οποίες χρησιμοποιούνται μόνο για τον αερισμό του εσωτερικού. Στη δυτική πλευρά αναπτύσσεται ο νάρθηκας. Το σημείο αυτό του ναού, εξωτερικά, εμφανίζεται ως ένα πρώτο εγκάρσιο τμήμα, παράλληλο με αυτό του κυρίως ναού. Το τμήμα αυτό καλύπτεται από ημικυλινδρική καμάρα και όχι από τη συνηθισμένη δίρριχτη στέγη, στοιχείο που δεν συναντάται συχνά σε ανάλογα κτίσματα της ίδιας εποχής και δίνει έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα χαρακτήρα σε αυτό το μικρό, σχετικά, οικοδόμημα.
Εισερχόμενοι στον ναό, ο κεντρικός χώρος κυριαρχείται καθ’ ύψος από τον κάθετο άξονα του τρούλου και το φως που μπαίνει από τα τέσσερα, μονά, τοξωτά ανοίγματα, που βρίσκονται αντικριστά στο τύμπανό του. Αρχικά, ο τρούλος στηριζόταν σε τέσσερεις κίονες, οι οποίοι στη συνέχεια εγκιβωτίστηκαν και μετατράπηκαν σε ογκώδεις πεσσούς. Μέσα στο ίδιο πλαίσιο και αποβλέποντας στην εξισορρόπηση των φορτίων του συνολικού συστήματος, ο τοίχος της δυτικής πλευράς τού κυρίως χώρου του ναού ενισχύθηκε ιδιαιτέρως και απέκτησε μεγαλύτερο πάχος του συνηθισμένου.
Στην ανατολική πλευρά βρίσκεται η κόγχη του ιερού, με τυφλές αψίδες εκατέρωθεν, στη θέση του διακονικού και της προθέσεως αντίστοιχα. Μία ενδιαφέρουσα ιδιομορφία συναντούμε, επίσης, εδώ, στο άνοιγμα του παραθύρου που βρίσκεται στην κεντρική κόγχη. Με διπλή μορφή, εμφανίζεται εσωτερικά να έχει την όψη ενός μόνου τοξωτού ανοίγματος, ενώ εξωτερικά έχει την όψη δίλοβου παραθύρου, με τον συνηθισμένο, διαχωριστικό κιονίσκο στη μέση.
Από τον εσωτερικό διάκοσμο έχουν σωθεί εκτεταμένα τμήματα της τοιχογραφίας διαφόρων περιόδων. Ορατές είναι, τουλάχιστον, δύο διαφορετικές φάσεις αγιογράφησης. Η παλαιότερη είναι αυτή στην κόγχη του ιερού, εκεί που παραδοσιακά τοποθετείται το σύνθρονο, με μορφές ιεραρχών. Ο τρούλος με τη μορφή του Παντοκράτορα, όπως, επίσης, και τα σφαιρικά τρίγωνα, με τους τέσσερις Ευαγγελιστές, είναι μεταγενέστερης περιόδου.
Στα χρόνια της πολιτικής αλλαγής και έπειτα από το 1967 , παρόλο που ο ναός είχε χαρακτηριστεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από το 1963, εγκαταλείφθηκε και σταδιακά καταστράφηκε. Για τον λόγο αυτό, κατά την περίοδο 1996-1998, πραγματοποιήθηκαν σημαντικές παρεμβάσεις ανασχέσεως της φθοράς που απέβλεπαν στο να αποκατασταθεί ο ναός. Οι εργασίες αναστύλωσης τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό μέρος της εκκλησίας ολοκληρώθηκαν το έτος 2018, υπό την επίβλεψη και τη χρηματοδότηση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας και με τη σχετική έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού.