ΙΣΤΟΡΙΑ
Ελένη Μίχου, Αρχαιολόγος
Η Ι. Μ. Αγίου Νικολάου των Φιλανθρωπηνών ή Σπανού, μνημείο «σταθμός» χάρη στο επιβλητικό τοιχογραφικό της σύνολο, βρίσκεται σε ύψωμα, κοντά στη νοτιοδυτική άκρη του οικισμού του Νησιού των Ιωαννίνων. Αποτελεί ίδρυμα του ηπειρωτικού κλάδου της βυζαντινής κωνσταντινουπολίτικης οικογένειας των Φιλανθρωπηνών, που εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το έτος 1204. Το 1291/2, ο Μιχαήλ Φιλανθρωπηνός ίδρυσε ή ανακαίνισε ριζικά τη μονή, η οποία ήταν ήδη συγκροτημένη στο Νησί κατά τον 13ο-14ο αι. Ιδιαίτερη ακμή γνώρισε τον 16ο αι., όταν, με πρωτοβουλία των ηγουμένων Νεοφύτου και κυρίως του Ιωάσαφ Φιλανθρωπηνών, ανακαινίζεται, επεκτείνεται και τοιχογραφείται το καθολικό της. Στους επόμενους αιώνες, η μονή συνέχισε να έχει ιδιαίτερη πνευματική ακτινοβολία στην περιοχή και σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της άμεση σχέση με την πόλη των Ιωαννίνων, δεχόμενη κατά καιρούς πλούσιες δωρεές από απόδημους Γιαννιώτες, όπως τους Ζώτο και Απόστολο Τσιγαρά, εμπόρους εγκατεστημένους στη Βενετία, ενώ αργότερα συνδέθηκε και με την οικογένεια Σπανού, γι’ αυτό και συχνά αναφέρεται και ως μονή Αγίου Νικολάου «του Σπανού».
Ελάχιστα λείψανα από τη βυζαντινή φάση του συγκροτήματος είναι σήμερα ορατά. Αρχικά, το καθολικό, το πιο παλιό οικοδόμημα του συγκροτήματος, ήταν ένας μονόχωρος ξυλόστεγος ναός, με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Αποτελείται από τον κυρίως ναό με το ιερό και τον νάρθηκα, που περιβάλλονται από τρεις άνισους σε έκταση εξωνάρθηκες. Η σημερινή μορφή του είναι αποτέλεσμα των εκτεταμένων παρεμβάσεων, που έγιναν με πρωτοβουλία του Ιωάσαφ Φιλανθρωπηνού σε δύο διαδοχικές φάσεις, στα 1542, με την αντικατάσταση της ξύλινης στέγης με επιμήκη ημικυλινδρική καμάρα και στα 1560, όταν το αρχικό κέλυφός του περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές, βόρεια, νότια και δυτικά, από θολωτούς εξωνάρθηκες.
Το καθολικό δέχτηκε εσωτερικά εκτεταμένη τοιχογράφηση με λαμπρό ζωγραφικό διάκοσμο από εκατοντάδες παραστάσεις και μορφές αγίων και εκτελέστηκε σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, πριν ακόμα μετασκευαστεί, γύρω στα 1531/2, ανήκουν οι τοιχογραφίες που κοσμούν το κατώτερο τμήμα των τοίχων του κυρίως ναού. Κατά τη δεύτερη περίοδο, στα 1542, τοιχογραφήθηκε ο νέος θόλος του ναού και ο νάρθηκας (λιτή), με επιρροή από τον σπουδαίο Θηβαίο ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο ή ακόμα και την παρουσία του. Τέλος, κατά την τρίτη περίοδο, στα 1560, τοιχογραφούνται οι τρεις εξωνάρθηκες του καθολικού από τους, επίσης, Θηβαίους ζωγράφους και αδερφούς, Γεώργιο και Φράγκο Κονταρή. Το σύνολο των αναφερόμενων τοιχογραφιών αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα της αποκαλούμενης «Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας» και σημείο αναφοράς για τη μελέτη του εν λόγω ζωγραφικού κινήματος, αλλά και πρότυπο εικονογραφικό ευρετήριο για πολλούς μεταγενέστερους ζωγράφους.
Το εικονογραφικό σύστημα της εκκλησίας περιλαμβάνει κατά μέρη, οργανωμένα σε κύκλους, την ιστορία του Χριστού και της Παναγίας, τα μαρτύρια των αγίων, τον βίο του αγίου Νικολάου και άλλες παραστάσεις κατά το μηνολόγιο, ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης, θεοφάνειες και οράματα, ευχαριστιακές και συμβολικές παραστάσεις, τη Μέλλουσα Κρίση, τους αγίους της Εκκλησίας με ιεραρχική κατάταξη και τους σοφούς των Ελλήνων.
Οι τοιχογραφίες της μονής των Φιλανθρωπηνών με τον άφθαστο εικονογραφικό πλούτο και με την πρωτοτυπία στη δομή τους, είναι, ίσως, η πιο φιλόδοξη ζωγραφική διακόσμηση ναού, που μάς άφησε η τέχνη της ακμής του 16ου αι., αποτελώντας σπάνιο και στο είδος του αξεπέραστο μνημείο θησαυρισμένης γνώσης της εποχής.